Η ιστορία του Κοσμήματος
Κόσμημα
Ορισμός: _«Είναι παν αντικείμενον εις το σώμα προστιθέμενον, το οποίον φέρει ο άνθρωπος ως διακριτικόν γνώρισμα, και προς έξαρσιν της υπό του ατόμου του παραγομένης εντυπώσεως»._
Jewellery (επίσης γράφεται και Jewelry) είναι το κόσμημα όπως ένα περιδέραιο, δακτυλίδι ή βραχιόλι που έχει φτιαχτεί από πολύτιμους λίθους και πολύτιμα υλικά. Τα υλικά της κατασκευής τους είναι χρυσός, άργυρος, μόλυβδος, σμάλτο, ξύλο επενδυμένο με χρυσό, όλα σφυρήλατα και χυτά με πρόσθετες διακοσμήσεις. Η ονομασία προέρχεται από το ρήμα κοσμώ που σημαίνει στολίζω. Κόσμημα ονομάζεται κάθε στολίδι για οποιοδήποτε λόγο και αν χρησιμοποιείται αυτό και είναι από τους πρώτους τομείς της λαϊκής χειροτεχνίας. Από τους προϊστορικούς χρόνους, ο άνθρωπος συγκινήθηκε από τα αγαθά της φύσης που τον περιέβαλε και διάλεξε μερικά από αυτά για να τα κάνει στολίδια του. Τέτοια στολίδια ήταν τα περιδέραια και τα δαχτυλίδια από κοχύλια, όμορφες θαλασσινές πέτρες, κόκαλα κ.ά. Υπήρχε η εντύπωση σε αυτά τα πρώτα χρόνια ότι τα στολίδια είναι μέσο δύναμης, επιβολής, δημιουργίας, εκτίμησης από τους άλλους. Συχνά οι άνδρες στολίζονταν με σκοπό να προσελκύσουν τις γυναίκες. Τα πρώτα κοσμήματα ήταν φτιαγμένα από ανεπεξέργαστα υλικά όπως για παράδειγμα δόντια ζώων, όστρακα, καρποί, κουκούτσια ή ακόμα και πέτρες. Η κατασκευή των πρώτων χρυσών κοσμημάτων όπως είναι φυσικό έγινε σε χώρες όπου ο χρυσός αφθονούσε. Ο κυρίαρχος ρόλος της Ασίας και της Αιγύπτου στη κοσμηματοποιία οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος σε αυτόν τον παράγοντα. Ο χρυσός ήταν ανέκαθεν κάτι μαγικό, αφού είναι άφθαρτος και η λάμψη του αθάνατη. Αυτές οι ιδιότητές, έκαναν τον άνθρωπο να τον θεωρεί υπερφυσικό και πολύτιμο, και να θεωρεί ότι ο κάτοχος απολαμβάνει την αθανασία και την αιωνιότητα. Πολλοί αρχαίοι λαοί άρχισαν την κατασκευή κοσμημάτων χιλιετίες πριν, όπως οι Αιγύπτιοι, οι Έλληνες, οι λαοί της Μεσοποταμίας και αργότερα οι Ρωμαίοι.
Η ιστορία του ελληνικού κοσμήματος ανάγεται στα απώτερα χρόνια της προϊστορίας. Αριστουργήματα εξαιρετικής λεπτότητας και τεχνικής ευρέθησαν στην Κρήτη και σε άλλα νησιά του Αιγαίου όπου άνθισε ο Μινωικός πολιτισμός , ενώ μας αφήνουν έκπληκτους τα ευρήματα των Μυκηνών, του πολιτισμού που διαδέχθηκε τον Μινωικό και αποτέλεσε την βάση για την ανάπτυξη και εξέλιξη του ιστορικού ελληνικού πολιτισμού, που τροφοδότησε με αφηγηματικό υλικό τα Ομηρικά Έπη καθώς και την λογοτεχνία και την καλλιτεχνική εικονογραφία της αρχαιότητος. Οι σύγχρονοι έλληνες τεχνίτες αργυροχρυσοχόοι και καλλιτέχνες συνεχίζουν να εμπνέονται και να δημιουργούν από τις καταπληκτικές περιγραφές του Ομήρου: όπως της ασπίδας του Αχιλλέως , της ζώνης της Αφροδίτης , τα χρυσά εξαρτήματα των θυρών των ανακτόρων της Τροίας κ. λ. π. Την άνθιση του Μυκηναϊκού πολιτισμού διαδέχθηκε η Γεωμετρική και Ανατολίζουσα περίοδος 1100-800 π. Χ., τα λεγόμενα σκοτεινά χρόνια. Η αργυροχρυσοχοΐα όπως και οι άλλες τέχνες δεν έχουν να επιδείξουν την φαντασία και τον πλούτο των προηγούμενων αιώνων. Εντούτοις όμως παρατηρούμε την επιβίωση της παράδοσης η οποία συντηρεί, θα λέγαμε, τη φλόγα μέχρις ότου η κοσμηματοτεχνία θα οδηγηθεί σε νέα άνθιση λίγο μετά το 800 π.Χ. όπου στα νησιά του Αιγαίου θα βρεθούν πάλι κοσμήματα υψηλής τέχνης και τεχνικής. Αργότερα οι Περσικοί πόλεμοι , κατά την Αρχαϊκή περίοδο 600-475 από τους οποίους υπέφερε η κυρίως Ελλάδα, ευτυχώς δεν αγγίζουν ουσιαστικά το επίπεδο του υψηλού πολιτισμού το οποίο απολάμβαναν οι Έλληνες , διότι οι τέχνες συνεχίζονται ενισχυμένες , θα λέγαμε, στις ελληνικές πόλεις που βρίσκονται στα παράλια του Πόντου, (στην Μαύρη Θάλασσα) , στην νότιο Ιταλία και Σικελία φτάνοντας μέχρι την Ιβηρική χερσόνησο. Την περίοδο αυτή επειδή παρατηρείται ενισχυμένη δραστηριότητα ως προς την ποικιλία των σχεδίων και τεχνικών στις ελληνικές αποικίες , συνάγεται ότι οι Έλληνες αργυροχρυσοχόοι μετακινούνται προς αυτές κατά την διάρκεια των Περσικών πολέμων. Μετά το τέλος αυτής της περιόδου στην κυρίως Ελλάδα έχουμε πάλι λιγοστά μεν κοσμήματα αλλά υψηλής τέχνης όπου η ποικιλία των σχεδίων και η τεχνική τελειότητα αποδεικνύουν τα υψηλά επίπεδα της κοσμηματικής τέχνης ανάγοντάς την σε μικρογλυπτική ισάξια των άλλων.
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο η λεπτή επεξεργασία του κοσμήματος παραμελείται προς όφελος των πολύτιμων και ημιπολύτιμων λίθων. Στο αποκορύφωμα της ποικιλίας , του πλούτου της φαντασίας και της μεγαλοπρέπειας θα φθάσει το ελληνικό κόσμημα κατά την ακμή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας 10ο - 11ο αιώνα περίπου. Η ακτινοβολία της αυλής των Βυζαντινών αυτοκρατόρων σφραγίζεται από τα πολύτιμα κοσμήματα και τον τρόπο ζωής, στον οποίο οι ηγέτες της Δύσης και της Ανατολής προσβλέπουν με θαυμασμό και τείνουν να μιμηθούν. Παράλληλα αναπτύσσεται η μικροτεχνία και δημιουργούνται εκκλησιαστικά σκεύη εξαιρετικής τέχνης και λεπτότητας. Το επάγγελμα του κοσμηματοποιού ήταν από τα πιο ευγενή της βυζαντινής εποχής και η άσκησή του ρυθμιζόταν από ειδικές νομοθετικές διατάξεις. Κοσμήματα όπως και εκκλησιαστικά σκεύη της περιόδου αυτής ευρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές αλλά και σε μεγάλα Μουσεία. Είναι φανερό ότι ένα σημαντικό μέρος ιδιαίτερα των βυζαντινών κοσμημάτων έχει χαθεί για πάντα. Εκείνο όμως που δεν χάθηκε είναι το πνεύμα των μαστόρων κοσμηματοποιών καθώς και οι τεχνικές τους που κληρονομούνται από γενιά σε γενιά και φθάνουν μέχρι σήμερα.